- ξεκαλοκαιριάζω
- αμετ.1) проводить лето, отдыхать летом (где-л.); 2) απρόσ. лето кончается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαλοκαιριάζω — ξεκαλοκαιριάζω, ξεκαλοκαίριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκαλοκαιριάζω — 1. περνώ το καλοκαίρι 2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, παραθερίζω 3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει τελειώνει η εποχή τού καλοκαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + καλοκαιριάζω] … Dictionary of Greek
ξεκαλοκαιριάζω — ξεκαλοκαίριασα 1. περνώ το καλοκαίρι (αντίθ. ξεχειμωνιάζω):Πάν τα κοπάδια στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσουν. 2. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι στην εξοχή. 3. απρόσ., περνά το καλοκαίρι, τελειώνει η καλοκαιρινή εποχή: Ξεκαλοκαίριασε κι άρχισαν τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαλοκαιρεύω — ξεκαλοκαιριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + καλοκαιρεύω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
καλοκαιρεύω — [καλοκαίρι] 1. περνώ κάπου το καλοκαίρι, ξεκαλοκαιριάζω, παραθερίζω 2. απρόσ. καλοκαιρεύει βελτιώνεται ο καιρός, καλοκαιριάζει, αρχίζει το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
παραθερίζω — ΝΑ νεοελλ. περνώ το θέρος ή μέρος τού θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό αρχ. αποκόπτω καθώς διαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α) * + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν… … Dictionary of Greek
παραθερίζω — παραθέρισα, περνώ το καλοκαίρι μου στην εξοχή, ξεκαλοκαιριάζω (αντίθ. παραχειμάζω): Φέτος παραθερίσαμε στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)